existence - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

existence - translation to γαλλικά

ABILITY OF AN ENTITY TO INTERACT WITH PHYSICAL OR MENTAL REALITY
ExistencE; Nonexistence; TheExistenceOfPhysicalObjects; The existence of physical objects; Existance; Nonexistent; Nonexistant; Inexistence; Non existence; Non-existence; Existing; Existent; Non-existent; Non existent; Existently; Existences; Existers; Existed; Exiᶘts; No existence

existence         
n. existence, life, being, lifetime
exister      
exist, be
coexistence      
n. coexistence

Ορισμός

existence
¦ noun
1. the fact or state of existing.
a way of living.
(in certain beliefs) any of a person's successive earthly lives.
2. archaic a being or entity.
Origin
ME: from OFr., or from late L. existentia, from L. exsistere 'come into being'.

Βικιπαίδεια

Existence

Existence is the ability of an entity to interact with reality. In philosophy, it refers to the ontological property of being.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για existence
1. Certains m';nent une existence mouvementée, stressante.
2. Une telle existence comprend quelques moments pénibles.
3. Leur existence a pourtant basculé ce 16 février 2007.
4. Une existence équilibrée lorsque la famille était au grand complet.
5. Mais son existence męme constitue déjŕ un progr';s.